- διατριβή
- η (AM διατριβή)1. διαμονή, παραμονή σ' έναν τόπο2. απώλεια, κατανάλωση χρόνου, χρονοτριβή, καθυστέρηση, αναβολή3. ενασχόληση, απασχόληση με κάτι, επίδοση σε κάτι («είναι ανώφελη η διατριβή σ' αυτά τα θέματα», «ἀργὸν ποιεῑσθαι ἐπὶ σεμνοῑσιν λόγοισι... διατριβὴν»)4. σύντομη μελέτη, πραγματείανεοελλ.1. επικριτικό δημοσίευμα σε εφημερίδα2. φρ. α) «διδακτορική διατριβή» ή «εναίσιμος επί διδακτορίᾳ διατριβή» — πρωτότυπη μελέτη πάνω σ' ένα ειδικό επιστημονικό θέμα που συντάσσεται για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματοςβ) «διατριβή επί υφηγεσίᾳ» — πραγματεία, μελέτη ή σύγγραμμα που υποβάλλει ο διδάκτορας για να καταλάβει έδρα υφηγητήαρχ.1. διασκέδαση, τέρψη («εἰ μὴ φανεῑται διατριβή τις ἐν τῷ βίῳ», Αριστοφ.)2. αφορμή γέλιου, χλευασμού («παρέσχε τοῑς κωμικοῑς διατριβὴν», Πλούτ.)3. τόπος διασκεδάσεως4. σπουδαία απασχόληση, μελέτη («τοὺς ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ τῇ τοιᾷδε διατριβῇ τεθραμμένους»)5. φιλοσοφική σχολή («Ἐπικούρου διατριβή») και τόπος όπου γίνεται διδασκαλία, σχολείο («ἡ ἐν τῷ κήπῳ διατριβή», Επίκ.)6. τρόπος ζωής, τρόπος που περνά κανείς τον καιρό του («διατριβὴ ἐν ἀγορᾷ», Αριστοφ.)7. τόπος συναντήσεως, εντευκτήριο («τὰς ἐν Λυκείῳ καταλιπὼν διατριβὰς ἐνθάδε νῡν διατρίβεις», Πλάτ.)8. (ρητορ.) αφορμή για επιμονή σ' ένα ζήτημα («καὶ ούκ ἔχει πολλὰς διατριβὰς, οἶον πρὸς ἀντίδικον ἢ περί αὐτοῡ», Αριστοτ.)9. συνέχεια, διάρκεια10. συνουσία, σαρκική επαφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < διατρίβω. Η νεοελλ. σημασία «πρωτότυπη επιστημονική μελέτη για ένα θέμα» αποτελεί αντιδάνειο τής Ελληνικής (πρβλ. γαλλ. diatribe < λατ. diatriba < αρχ. ελλ. διατριβή)].
Dictionary of Greek. 2013.